- αἰσχρορρημοσύνας
- αἰσχρορρημοσύνᾱς , αἰσχρορρημοσύνηfem acc plαἰσχρορρημοσύνᾱς , αἰσχρορρημοσύνηfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.